Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

Η ιστορία της Ντέλλα κ του Τζίμη

....Ένα παρόμοιο πρωινό πέρα απ’ τον Ατλαντικό, στο Σικάγο της Πολιτείας του Ιλλινόις, στο γύρισμα του περασμένου αιώνα, η Ντέλλα, νιόπαντρη κοπέλα στα εικοσιδύο ξύπνησε και σηκώθηκε για να ζεστάνει το γάλα. Ο Τζίμη, το παλικάρι που παντρεύτηκε πριν πέντε μήνες, τώρα σύζυγός της, έπρεπε να βάλλει κάτιτίς στο στομάχι του πριν φύγει για τη
δουλειά. Τον λάτρευε. Ήταν ψηλός, αδύνατος, τα μαλλιά του μαύρα και το πρόσωπό του τόσο αρρενωπό. Κι΄ήτανε τόσο τρυφερός μαζί της. Το μυαλό της Della πήγε στο κουδούνι της εξώπορτας, εκεί όπου η μικρή ταμπελίτσα δίπλα από το κουδούνι του διαμερίσματός τους στον έκτο όροφο της πολυκατοικίας που νοικιάζανε το μικρό τους διαμέρισμα. Η ταμπελίτσα έγραφε: Mr. and Mrs. James Taylor. Αυτή η μικρολεπτομέρεια, η τόσο ασήμαντη, όσο κι΄αν φαίνεται παράξενο έκανε τη Ντέλλα να νοιώθει ευτυχισμένη. Αναστέναξε. Ο Τζίμη ήρθε κοντά της και την πήρε στην αγκαλιά του. Με τα μακριά και λεπτά του δάχτυλα άρχισε να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Τα μαλλιά της Ντέλλα, αξίζει να ειπωθεί, ήτανε μακριά μέχρι τη μέση της. Σπάνιο χρώμα, ρούσο, ποιότητα τρίχας εξαίρετη, λεία, δίχως ψαλίδες (split ends), κυματώδη και καταρρακτώδη. Ο Τζίμη λάτρευε τα μαλλιά της γυναίκας του. Και κάθε πρωί δεν παρέλειπε να την παίρνει στην αγκαλιά του και να της χαϊδεύει τα μαλλιά. ΄Έτσι έκανε και τούτο το πρωινό του Δεκέμβρη, παραμονή Χριστουγέννων. Από το γιλέκο του έβγαλε το ρολόι της τσέπης που του είχε αφήσει ο πατέρας του όταν πέθανε. Ήτανε ένα ρολόι χρυσό. Το μόνο πολύτιμο αντικείμενο στο νοικοκυριό των δύο νέων παιδιών. Μα του έλλειπε η ανάλογη χρυσή αλυσίδα. Άντ’ αυτής ένα απλό κορδόνι παπουτσιών. Η Ντέλλα πρόσεξε τούτη την ασήμαντη λεπτομέρεια όπως τη πρόσεχε κάθε πρωινό. Το πλούσιο στήθος της ανεβοκατέβηκε κρύβοντας τον αναστεναγμό που δήλωνε την απογοήτευσή της. Πόσο θάθελε ο Τζίμη νάχει μια χρυσή αλυσίδα αντάξια του ρολογιού του. Ο Τζίμη κοίταξε την ώρα. «Αγάπη μου πρέπει να πηγαίνω,» της είπε. Τη φίλησε, κούμπωσε το σακάκι του, φόρεσε το πανωφόρι του, πήγε στη πόρτα, γύρισε, τη κοίταξε τρυφερά και έφυγε για τη δουλειά. Ήτανε λογιστής σε μιά εταιρεία.

Η Ντέλλα έτρεξε στο παράθυρο και το άνοιξε. ΄Ηθελε να τον δει, να καμαρώσει τη κορμοστασιά του. Το κρύο την έκανε να σφίξει πάνω της τη ρόμπα που φορούσε πάνω από τη νυχτικιά της. Κοίταξε κάτω στο δρόμο και τον είδε ν’ απομακρύνεται. Ακριβώς από κάτω είδε και το γείτονά τους τον Κύριο Lipowitz ντυμένο Αη Βασίλη να χτυπάει το κουδούνι του και να εύχεται «Μέρρυ Κρίσμας» στους περαστικούς πρωινούς διαβάτες. Δίπλα του πρόσεξε η Ντέλλα το άδειο ντενεκάκι για τα φιλοδωρήματα. Τούτη τη φορά άφησε τον αναστεναγμό της νάβγει ελεύθερα. Έκλεισε το τζάμι και πήγε στο ντουλάπι της κουζίνας. Έβγαλε το μικρό τσίγκινο κουτάκι από μπισκότα, το κουμπαρά της, όπου μάζευε τις οικονομίες της για το Χριστουγεννιάτικο δώρο του Τζίμη. Μέτρησε τα χρήματα βιαστικά. Ογδόντα εφτά σέντς! Η Ντέλλα δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά της. Νόμιζε πως θα τα κατάφερνε.. Πριν ένα μήνα είχε περάσει από το κοσμηματοπωλείο Schmuk ιδιοκτήτης του οποίου είναι ο Herr Klaus Jaeger, ένας καλοπροαίρετος κύριος από τη Γερμανία που πολύ πρόθυμα της έδειξε τις χρυσές αλυσίδες για τα ρολόγια της τσέπης. Είκοσι-δύο δολάρια έκανε η αλυσίδα που επάξια θα στόλιζε το ρολόι του Τζίμη. Για μία στιγμή η Ντέλλα ένοιωσε να τη καταλαμβάνει μια ανείπωτη απελπισία. Τι θα έκανε; Ογδόντα εφτά σεντς μονάχα!... Αυτές ήτανε οι οικονομίες της. Μηχανικά ξεχώρισε τα χρήματα που ήταν πάνω στο τραπέζι για το αποψινό τους δείπνο. Πενήντα πέντε σέντς για χοιρινές κοτολέτες....

Ας αφήσουμε τη Ντέλλα για μια στιγμή όρθια κι’ απελπισμένh στον πάγκο της κουζίνας να σκέφτεται τη προετοιμασία του βραδινού φαγητού κι΄ας παρακολουθήσουμε τον Τζίμη καθώς περπατάει τούτο το πρωινό προς τη δουλειά του. Όπως πέρυσι έτσι και φέτος η εταιρεία για την οποία εργάζεται θα δώσει απόψε στο σχόλασμα το δώρο των Χριστουγέννων. Ο Τζίμη χαμογελάει στη σκέψη αυτή καθώς βαδίζει προς το συγκεκριμένο κατάστημα στη βιτρίνα του οποίου στέκεται, όπως στέκεται κάθε πρωινό τους τελευταίους δύο μήνες. Στη προθήκη πίσω από τη τζαμένια βιτρίνα βρίσκεται η δερμάτινη κασετίνα με τις δυό μεγάλες χτένες και τα δυό χτενάκια από ταρταρούγα. Ο χείμαρρος των μαλλιών της Ντέλλα καταλαμβάνει το νου του και νοιώθει αυτό το περίεργο συναίσθημα, κράμα λατρείας κι απόλυτης αγάπης. Τη φαντάζεται περιποιημένη με τα μαλλιά της κότσο κρατημένο από τούτες τις χτένες. Τη φαντάζεται στο πλευρό του καθώς περπατάνε αγκαλιασμένοι στη λεωφόρο δίπλα από το ποτάμι. Ξαφνικά βάζει το χέρι του στη τσέπη του γιλέκου του, βγάζει το ρολόι του και κοιτάει την ώρα. Πρέπει να βιαστεί. Ξαναβάζει το ρολόι στο τσεπάκι του γιλέκου κι’ εγκαταλείπει τη βιτρίνα κατευθυνόμενος βιαστικά προς την εταιρεία όπου ο χρόνος είναι χρήμα κι η καθυστέρηση δεν δικαιολογείται από τον προϊστάμενο του λογιστηρίου, τον αγέλαστο και διαρκώς συνοφρυωμένο Μίστερ Hays.

Πίσω στο φτωχικό διαμέρισμα του έκτου ορόφου στην οδό Ελμ, η Ντέλλα όρθια στο πάγκο της κουζίνας γυρίζει το βλέμμα προς το παράθυρο. Εκείνη τη στιγμή περνάει το ελ τρέιν. Το ένα βαγόνι διαδέχεται με θόρυβο το άλλο. Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που κάποιες αόρατες δυνάμεις συγκλίνουν και οι αισθήσεις ωθούνται στην αντίληψη συγκεκριμένων πραγμάτων που αλλιώς περνάν απαρατήρητα στη βίωση της καθημερινότητας. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τη νέα γυναίκα μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας σ’ αυτό το ταπεινό διαμέρισμα του έκτου ορόφου μιας πολυκατοικίας μέσα στη μεγαλούπολη. Μέσα από τα παράθυρα των βαγονιών του τραίνου που βιαστικά διαδέχονται το ένα το άλλο κάπου απέναντι σ’ ένα κτίριο μια επιγραφή με κομψά μεγάλα γράμματα μαγνητίζει τη προσοχή της Della καθώς φαίνεται ν’αναβοσβήνει μέσα από τη διαδοχικότητα των βαγονιών που προσπερνούν γρήγορα: Madame Sophronie - Coiffures – We buy and sell Hair.

Με κινήσεις βιαστικές, αποφασιστικές, η Ντέλλα ντύνεται. Πριν φορέσει το παλτό της στέκεται μπροστά στο μικρό κορνιζαρισμένο καθρέφτη δίπλα στη πόρτα του διαμερίσματος και κάτω από τις λάμπες του γκαζιού. Με κινήσεις μηχανικές μαζεύει τα μαλλιά της, τα μαλλιά αυτά που ο Τζίμη λατρεύει να χαϊδεύει κάθε πρωί όταν τη παίρνει στην αγκαλιά του. Κάθε ίχνος φιλαρέσκειας φαίνεται να έχει εξαφανιστεί τούτο το πρωινό καθώς η Ντέλλα κοιτάζεται στο καθρέφτη. Ανοίγει τη πόρτα και ετοιμάζεται να βγει από το διαμέρισμα όταν σκέφτεται κάτι που την κάνει να ξαναγυρίσει πίσω. Μέσα από ένα συρτάρι στη ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας βγάζει μιά μεγάλη μαντήλα. Βιαστικά τη περνάει πάνω από το κεφάλι της και τη δένει κόμπο κάτω από το σαγόνι της. Θά μέναμε κατάπληκτοι αν ήταν να χρονομετρήσουμε το χρόνο που έκανε η Ντέλλα για να κατέβει τους έξη ορόφους της πολυκατοικίας μέχρι να φτάσει στο ισόγειο και να βγει έξω στον πρωινό πολυσύχναστο δρόμο. Ο Αη Βασίλης, ο μεταμφιεσμένος Κος Λίποβιτς, κουδουνίζει τη καμπανούλα του χαρούμενα και καλοπροαίρετα και της εύχεται Μέρρυ Κρίστμας, μα η Μίσεζ Τζέημς Τειλορ είναι πολύ βιαστική για να του ανταποδώσει τις ευχές, κάτι που κάτω από άλλες συνθήκες δεν θα παρέλειπε ποτέ της.

Χωρίς και η ίδια να καταλαβαίνει το πώς, η Ντέλλα κατευθύνεται πρός τη διεύθυνση της επιγραφής. Ξαναμπαίνει σε μιά πολυκατοικία κι’ ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι τον πέμπτο όροφο όπου λαχανιασμένη στέκεται μπροστά στη πόρτα με την ίδια επιγραφή σε μικρότερη κλίμακα. Η αγωνία της κορυφώνεται στο διάστημα, το απειροελάχιστο διάστημα που μεσολαβεί από τη στιγμή που το δάχτυλό της ακουμπάει στο κουδούνι της πόρτας μέχρι ν’ ανοίξει η πόρτα και να εμφανιστεί ένας μικρόσωμος κύριος. «Γουέτ κεν άι ντε φέρ γιέ;» Η προφορά του είναι γαλλική και η Ντέλλα τον ρωτάει για την Κα Σοφρονί και για την επιγραφή. Ο Κος Αντρέ, έτσι συστήνεται στη Ντέλλα ο μικροκαμωμένος κύριος, τη διαβεβαιώνει πώς είναι στο σωστό μέρος. Η Ντέλλα μπαίνει στην αίθουσα και με χαμηλωμένο βλέμμα και με δάκρυα που ξεκινάν ν’ αναβλύζουν στα μάτια της, προσπαθεί να του εξηγήσει το σκοπό της επίσκεψής της. Ο Κος Αντρέ μ’ επιδέξια δάχτυλα της βγάζει τη μαντήλα, τα τσιμπιδάκια των μαλλιών της και μένει κατάπληκτος από το χρώμα, την υφή και το χείμαρρο που ξετυλίγεται μπροστά στα θαμπωμένα του μάτια. Σαν επαγγελματίας όμως πού είναι έτσι όπως κρατάει στα δάχτυλά του τα μαλλιά της Della και νοιώθει και εκτιμάει με την αφή την αξία τους, κρύβει τον θαυμασμό του μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο της φύσης και βιαστικά χωρίς δισταγμό προτείνει «Τουέντι ντόλαγς έντ νότ ε πένι μόγ....» Η Ντέλλα δέχεται. Ο Κος Αντρέ της δείχνει τη καρέκλα μπροστά στο μεγάλο καθρέφτη. Η Ντέλλα κάθεται και φευγαλέα κοιτάζεται. Βλέπει τον κομμωτή πίσω της να κρατάει ένα μεγάλο ψαλίδι. Η νέα κοπέλα κλείνει τα μάτια και τα δάκρυά της τρέχουν στα μάγουλα. Ο επαγγελματίας μπροστά στην ανθρώπινη αδυναμία με λόγια παρηγοριάς γαλλικής προφοράς, με κινήσεις επιδέξιες και γρήγορες προσπαθεί να κάνει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Οι γρήγορες κι αποφασιστικές ψαλιδιές μέσα στο δωμάτιο ακούγονται μεταλλικά παράξενα. Σε κάποια στιγμή ένα «Voila» ωθεί την Ντέλλα ν’ ανοίξει τα μάτια της κι’ αυτό που ακούγεται είναι μιά φωνή τρόμου που βγαίνει βαθειά μέσα από το λαρύγγι του κοριτσιού μπροστά στο θέαμα που βλέπει αντίκρυ της. ΄Όλες οι λέξεις του κόσμου δεν μπορούν να περιγράψουν τη στιγμή εκείνη που η Ντέλλα αντίκρισε τον εαυτό της. ΄Ισως τα χαρτονομίσματα πού κρατάν τα χέρια του μικροκαμωμένου κυρίου Αντρέ να λειτούργησαν σαν από μηχανής θεός για το κορίτσι που τ’ αρπάζει δίχως δισταγμό και σηκώνεται από το κάθισμα μπροστά στο καθρέφτη. Πολύ γρήγορα την βλέπουμε να σκεπάζει το κεφάλι της με τη μαντήλα και κυριολεκτικά να τρέχει προς τη πόρτα. «Mon Dieu, la jeunesse est vraiment folle,” είναι η επωδός στην ηρωική έξοδο της Ντέλλα.

΄Ίσως σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σταθούμε και να αναπολήσουμε με νοσταλγία κάποιες συγκεκριμένες μας πράξεις και ενέργειες που ανυστερόβουλα σε κάποιο σημείο του χρόνου της ζωής μας πράξαμε και κάναμε δίχως σκέψη ή λογική. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε τη Ντέλλα με τη μεγάλη της μαντήλα να σκεπάζει τα λιγοστά μαλλιά πάνω στο κεφάλι της και να κινείται στους δρόμους του Σικάγου εκείνο το συγκεκριμένο πρωινό του Δεκέμβρη παραμονή Χριστουγέννων...Πώς αλλιώς μπορούμε να τη δούμε να μπαίνει στο κοσμηματοπωλείο του Κου Κλάους Γιέγκερ και για μιάν ακόμη φορά ενώ γνωρίζει εκ των προτέρων τη προτίμησή της να του ζητάει να της δείξει τις χρυσές αλυσίδες ρολογιών της τσέπης. Και ύστερα από αρκετή ώρα ν’αποφασίζει ξανά και με τρεμάμενα χείλη να ρωτάει τη τιμή της συγκεκριμένης αλυσίδας. Κι’ ο καταστηματάρχης Κος Κλάους Γιέγκερ να της απαντάει για μιά φορά ακόμη “Τwenty-two dollars.” Κι’ η Ντέλλα να βγάζει από το μικρό της τσαντάκι τα χαρτονομίσματα και να τα μετράει. Και τα χαρτονομίσματα να είναι είκοσι. Κι’ εδώ βλέπουμε τη Ντέλλα να κοιτάει κατάματα τον μαγαζάτορα και να ρωτάει μ’ευθύτητα αν είναι δυνατόν να της κάνει μιάν έκπτωση δύο δολαρίων. Κι’ εδώ ακούμε τον καταστηματάρχη με τη καλή προαίρεση που υπάρχει παντού στον κόσμο τις ημέρες των Χριστουγέννων να της απαντάει με τη γερμανική του προφορά: «Μίσεζ Τέιλογ, ντού γιού σίνκ αι έμ α κγούελ μάν? Οφ κόγς γιού κεν χέβ ζε τσείν φογ τουέντι ντόλαγς.» Κι’ εδώ βλέπουμε τα μάτια της Della να φωτίζονται κι’ αυθόρμητα να φιλάει τον έκπληκτο καταστηματάρχη στο μάγουλο και να του εύχεται Καλά Χριστούγεννα μ’ όλη της την καρδιά. Και μετά τη παρακολουθούμε να κρατάει το μικρό καλοτυλιγμένο κουτάκι με τις πολύχρωμες κορδελίτσες σφιχτά πάνω στο στήθος της και ανέμελα και χαρούμενα να πηγαίνει στο χασάπη για ν’ αγοράσει τα χοιρινά μπριζολάκια για το αποψινό δείπνο. Και τη βλέπουμε ν’ ανοίγει το τσαντάκι της να βγάζει ένα δεκάλεπτο κέρμα και να το βάζει στο ντενεκεδένιο κουτάκι του μεταμφιεσμένου Αη Βασίλη, του γείτονά της Κου Λίποβιτς και να τον φιλάει κι΄αυτόν στο μάγουλο και να του εύχεται Καλά Χριστούγεννα.

Κι’ εδώ αφήνουμε το χρόνο να κυλήσει, πράγμα που για τον Τζίμη είναι μάλλον ακατόρθωτο καθώς τον βλέπουμε να κάνει τις πράξεις μηχανικά στα λογιστικά του βιβλία ενώ παρακολουθεί τους δείχτες του ρολογιού στον απέναντι τοίχο να είναι σχεδόν κολλημένοι στην ίδια πάντα ώρα. Κοιτώντας τριγύρω για να επιβεβαιωθεί ότι κανείς δεν τον βλέπει βγάζει από το γιλέκο του το χρυσό ρολόι, τη μόνη κληρονομιά που του άφησε ο πατέρας του και συγκρίνει την ώρα. Η ώρα είναι εξίσου κολλημένη και στο δικό του ρολόι. Τέσσερις και είκοσι. ΄Όπου νάναι θα σχολάσουν και ο Κος Χέηζ ακόμα να φανεί. Κάνει νοερούς υπολογισμούς για το ακριβές ποσό που αντιστοιχεί στο δώρο των Χριστουγέννων. Είκοσι πέντε δολάρια και εβδομήντα πέντε σέντς. Σκέφτεται τη κασετίνα με τις χτένες. Σκέφτεται τα μακριά, όμορφα μαλλιά της Della. Νοερά την κρατάει αγκαλιά και τη χαϊδεύει. Μα είναι σχεδόν μαθηματικά εξακριβωμένο πώς τα όνειρα που κάνουν οι άνθρωποι δεν βγαίνουν πάντοτε αληθινά. Στο σημείο αυτό αξίζει να φανταστούμε την έκφραση στο αρρενωπό πρόσωπο του Τζίμη όταν στις πέντε παρά δέκα μπήκε στο γραφείο ο Κος Χέηζ, καθάρισε τη φωνή του και ζητώντας τη προσοχή των υπαλλήλων που εργάζονται στο λογιστήριο τους είπε πολύ απλά και με σταθερή φωνή τ’ ακόλουθα λόγια: «Όπως γνωρίζετε πολύ καλά από τα βιβλία που κρατάτε ο φετινός χρόνος δεν ητο ιδιαίτερα κερδοφόρος για την εταιρεία μας. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει Χριστουγεννιάτικο δώρο για το υπαλληλικό προσωπικό.» Σ’ αυτό το σημείο κοίταξε τον καθένα από τους εργαζόμενους για μερικά δευτερόλεπτα στο πρόσωπο και ευχήθηκε με εξίσου ξερή και σταθερή φωνή «Καλά Χριστούγεννα.» Στη συνέχεια βγήκε από την αίθουσα του λογιστηρίου. Οι υπάλληλοι στο γραφείο αντέδρασαν όπως αντιδράει κανείς σε παρόμοιες περιπτώσεις. Σταμάτησαν τις εγγραφές στα βιβλία, έβαλαν τους κονδυλοφόρους στη θέση τους, έκλεισαν τα βιβλία, τάπωσαν τα μελανοδοχεία, έδιωξαν την ανύπαρκτη σκόνη από τα μανίκια τους, κοίταξαν φευγαλέα τα δάχτυλα των χεριών τους και μετά άρχισαν να σηκώνονται από τα καθίσματά τους. Κάποιος πρότεινε μια μπύρα στην απέναντι πάμπ. Μερικοί από τους νεώτερους δέχτηκαν τη πρόταση και κάποιοι άλλοι χαμογέλασαν στην ιδέα. Ο Τζίμη έβγαλε το ρολόι του από το τσεπάκι του γιλέκου του. Το κράτησε κάπως περίεργα όπως μερικοί κρατάνε το χέρι κάποιου αγαπημένου προσώπου που πρόκειται να φύγει για μακρινό ταξίδι. Κατευθύνθηκε προς τη κρεμάστρα, έβαλε το ρολόι του ξανά στη τσέπη του γιλέκου του, φόρεσε το πανωφόρι του και ακολούθησε τους συναδέλφους του προς την έξοδο. Εκεί αντάλλαξε τις ευχές όπως τις ανταλλάσσουν οι υπάλληλοι όλου του κόσμου αυτές τις μέρες, πολύ σύντομα. Στάθηκε για μιά στιγμή έβγαλε από το τσεπάκι του γιλέκου του το ρολόϊ του και το κοίταξε Ο αέρας που φύσηξε από το ποτάμι ήτανε κρύος κι’ ο Τζίμη μηχανικά και δίχως σκέψεις σήκωσε το γιακά του παλτού του. Ύστερα από πέντε λεπτά αργού βαδίσματος μέσα στο δρόμο τον γεμάτο από κόσμο που κρατούσε πακέτα και βιάζονταν, έφτασε σε κείνη τη συγκεκριμένη πάροδο δεξιά της κεντρικής λεωφόρου.

Στο μεταξύ στο ταπεινό διαμέρισμα του έκτου ορόφου στην οδό Ελμ η Ντέλλα είναι ιδιαίτερα εκνευρισμένη. Πηγαινοέρχεται από τη κουζίνα όπου το τραπέζι είναι στρωμένο και οι κοτολέτες σκεπασμένες, στη πόρτα του διαμερίσματος όπου αφουγκράζεται ν’ ακούσει το χαρακτηριστικό βήμα του Τζίμη ν’ ανεβαίνει τις σκάλες και όπου δίπλα απ΄τη πόρτα κοιτάζεται στο κορνιζαρισμένο καθρέφτη. Η αλήθεια είναι πως πριν από κάμποση ώρα με το αχνιστό ψαλίδι από τα κάρβουνα που χρησιμοποιούν όλες οι γυναίκες του κόσμου όταν θέλουν να κάνουν μπούκλες στα μαλλιά τους προσπάθησε κι ΄η Ντέλλα να περιποιηθεί ό,τι είχε απομείνει από τη κόμη της. Ίσως κατάφερε να περιποιηθεί κάποια σημεία που το ψαλίδι του Κου Αντρέ είχε ξεχάσει. Στα χέρια της ακουμπισμένα στο στήθος της κρατούσε το μικρό πακετάκι με τη χρυσή αλυσίδα, το Χριστουγεννιάτικο δώρο του Τζίμη. Παρατηρώντας τη Ντέλλα θα μπορούσε να πει κάποιος πως η γοητεία της, τα νιάτα της, η ομορφιά της, η ακτινοβολία της ουδόλως είχαν επηρεαστεί από την αναπάντεχη αυτή coiffure. Ξαφνικά ακούγονται στη σκάλα τα γνωστά βήματα του Τζίμη. Τότε ο εκνευρισμός της νεαρής γυναίκας φτάνει στο κατακόρυφο. Η σκέψη της πηγαίνει στο φωτισμό του δωματίου. Χαμηλώνει το γκάζι και το φως στο δωμάτιο γίνεται κατανυκτικό. Και η Ντέλλα απομακρύνεται από τη πόρτα και πηγαίνει όσο γίνεται πιο μακριά, κοντά στο παράθυρο. Κι’ εκεί παγώνει.

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Τζίμη. Για μιά στιγμή στέκεται αμήχανα στο κατώφλι. Μπαίνει στο διαμέρισμα και προφέρει τ’όνομα της γυναίκας που λατρεύει: «Della…» Υπάρχει κάτι σ’ αυτή τη φωνή. Όλες οι γυναίκες του κόσμου μπορούν ν’ αναγνωρίσουν αυτό το συγκεκριμένο τόνο, αυτό το ιδιαίτερο χρώμα στη φωνή του άντρα που προφέρει τ’όνομά τους. Είναι η στιγμή που η κάθε γυναίκα είναι σίγουρη και που γνωρίζει. Μηχανικά ο Τζίμη άνοιξε το γκάζι και το φως αναπήδησε ζωηρό από το φυτίλι της λάμπας. Το ίδιο μηχανικά και η Ντέλλα κουνήθηκε προς τη μεριά του Τζίμη. Φανταστείτε την έκφραση στο πρόσωπο του Τζίμη όταν είδε τη Ντέλλα στο σχετικά άπλετο φως του δωματίου.

Οι δυό νέοι είναι σφιχτά αγκαλιασμένοι αυτή τη στιγμή. Κι’ αν η Ντέλλα ξεφεύγει από την αγκαλιά του Τζίμη είναι από μια φυσική αντίδραση στην ανασφάλεια που νοιώθουν οι γυναίκες όταν γυρεύουνε την επιβεβαίωση όταν κάτι έχει αλλάξει στην εμφάνισή τους. Και κάπως δυναμικά η Ντέλλα παρασύρει τον Τζίμη στο φτωχικό καναπέ του δωματίου όπου τον καθίζει και σ’ένα παραλήρημα κοιτάζοντάς τον στα μάτια του λέει πράγματα δίχως σειρά ή λογική, πράγματα που έχουν να κάνουν με σκέψεις και με λόγια καθώς και συναισθήματα: «Τζίμη, αγάπη μου, δεν είναι τίποτα, τα μαλλιά μου θα μεγαλώσουν, έτσι δεν είναι; Θα δεις, μ’ αγαπάς, δεν μ’ αγαπάς: Πες μου πώς μ’ αγαπάς, Τζίμη έρωτά μου, να, άνοιξε το δώρο σου,...το ρολόι σου,... τώρα θα είσαι περήφανος, ένα τέτοιο ρολόι, Τζίμη πες μου πώς σ’ αρέσω, δεν είναι τίποτα, θα δεις, Τζίμη αγκάλιασέ με, Τζίμη, να δες τι όμορφη που είναι η αλυσίδα, ..Τζίμη μην είσαι έτσι, χαμογέλασε, τα μαλλιά θα μεγαλώσουν, έτσι δεν είναι Τζίμη;...Τζίμη αγάπη μου, Τζίμη φίλησέ με, πες μου πως μ’ αγαπάς ακόμα, Καλά Χριστούγεννα.....Τζίμη αγόρι μου, να δες...
.....και με τρεμάμενα χέρια η Ντέλλα ανοίγει το μικρό πακέτο, βγάζει την αλυσίδα και τη σηκώνει στο φως. Κι’ ο Τζίμη κρατάει κι’ αυτός στα χέρια του τη τυλιγμένη κασετίνα με τις χτένες από ταρταρούγα. Μα ο Τζίμη δεν μιλάει. Ξετυλίγει το πακέτο. Κοιτάει τη Ντέλλα στα μάτια και τη κοιτάει με τη λατρεία που βλέπουν οι νεαροί τη γυναίκα που είναι για ένα σημείο στο χρόνο η ίδια τους η ζωή. Η Ντέλλα κοιτάει κι αυτή στα χέρια του Τζίμη. «Ντέλλα,» ακούγεται η φωνή του Τζίμη, «ας τυλίξουμε τα δώρα μας κι’ ας τ’ αφήσουμε για του χρόνου.» Και για μια στιγμή οι δυό νέοι κοιτάζονται στα μάτια και ξεσπάνε σε γέλια. Και το γέλιο τους ακούγεται να ηχεί ευτυχισμένο μέσα στο μικρό το ταπεινό διαμέρισμα του έκτου ορόφου στη πολυκατοικία της οδού Ελμ.

΄Ίσως τα νεαρά αυτά πλάσματα να κατάλαβαν πολύ καλά το μήνυμα που φέραν τρεις μάγοι κάποτε μια παρόμοια μέρα. Τη σημασία του να δίνεις κι’ όχι τόσο του να παίρνεις....

Η ιστορία αυτή είναι γραμμένη από τον Ο.Χένρι.

Η ιστορία της Ντελλα κ του Τζιμη! Ευχαριστώ από καρδιάς τον Δάσκαλο μου Γιώργο Λαλαζήση, που μου την κοινώνησε! Δάσκαλέ μου να είσαι καλά, όπου κι αν είσαι!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου